- πουλυβότειρα
- πολυβότειραmuch-fem nom/voc sg (epic)πουλυβότειραfem nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πουλυβότειρα — ἡ, Α (επικ. τ.) βλ. πολυβότειρα … Dictionary of Greek
POLYBOEA — Dea. Hesych. Πολύβοια, θεός τις, ὑπ᾿ ενίων Α῎ρτεμις, ὑπὸ δὲ ἄλλων Κόρη, nempe a βόω, sive βόςκω, pasco, ut idem sit ac Homeri Πουλυβότειρα, aut Παμβῶτις γῆ, quod apud Sophoclem in Philoctete Ac fortasse similiter Heracleenses, matrem eius Cererem … Hofmann J. Lexicon universale
πολυβότειρα — ἡ, και επικ. τ. πουλυβότειρα, Α (για γη) 1. αυτή που τρέφει πολλούς («ἐπὶ χθονὶ πουλυβοτείρῃ», Ομ. Ιλ.) 2. αυτή που παρέχει πολλή τροφή, πολύτροφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + βότειρα (θηλ. τού βοτήρ < θ. βο τού βόσκω), πρβλ. λαο βότειρα] … Dictionary of Greek
πουλυβοτείρῃ — πολυβότειρα much fem dat sg (epic ionic) πουλυβότειρα fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πουλυβότειραν — πολυβότειρα much fem acc sg (epic) πουλυβότειρα fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)